πάρεργος
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
ον, (ἔργον)
A beside the main subject, subordinate, incidental, ὁ λόγος π. ὤν Pl.Ti.38d ; παρέργῳ τῇ ποιήσει καταχρήσασθαι treat it as a mere accessory, ib.21c ; ὅ τι μὴ π. Id.Phdr.274a, etc. ; πάντα π. ποιησάμενος PHib.1.44.5 (iii B. C.). Adv. -γως by the way, cursorily, opp. ἀκριβῶς, Pl.Lg.793e ; opp. ἐξεταστικῶς, D.17.13 ; π. ἔχειν πρός τι Din. 3.14 ; οὐ π. ἔμαθον Hegesipp.Com.1.6, cf. Men.462.6 ; φέροντα μὴ π. Id.Sam.293, cf. Porph.Abst.2.61, PMag.Par.1.2640 ; transiently, Phld.Mus.P.39 K. II as Subst. πάρεργον, τό, subordinate or secondary business, πόνων E.Or.610 ; ππάρεργ' ὁδοῦ a secondary purpose of my journey, Id.El.509 ; π. τῆς τύχης a trifling set-off to my for tune, Id.Hel.925 ; πάρεργα ἐμῶν κακῶν baubles in comparison with my ills, Id.HF1340 ; πάρεργα δόμων, = νόθοι, Id.El.63 ; π. γίγνεσθαι to be slain among the rest, Paus. 10.27.2 ; ἐν παρέργῳ as a by-work, as subordinate or secondary, Th.6.69, etc. ; ἐν π. θοῦ με treat in such a way, S.Ph.473 : ὡς ἐν π. τῆς ἐμῆς δυσπραξίας feeling it no great addition to... E.IT514, cf. Pl.Smp.222c ; ἐν παρέργου μέρει Id.R.37oc ; ἐκ παρέργου πόλεμον ποιεῖσθαι Th.7.27 ; ἐκ π. μελετᾶταί τι Id.1.142 ; εἴ τις ἐν π. σκέψεται Pl.Tht.184a ; τἄλλα πάρεργα πρός τι νομίζειν D.51.17; π. ἐᾶν τι γίγνεσθαι Pl.Lg.766a, cf. Euthd.273d ; πρὸς τὸ κέρδος . . πάντα τἄλλα . . π. γίγνεται Alex.98.2 ; ὅπως μὴ τὰ π. τῶν ἔργων πλείω γίνηται Arist.EN1098a32.