ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
σεῦα: σεῦμα, ἴδε ἐν λ. σεύω, Ἡσύχ.
ao. épq. de σεύω.
see σεύω.