σφωίτερος
Greek (Liddell-Scott)
σφωίτερος: [ῐ], -α, -ον, κτητικ. ἀντωνυμ. τοῦ σφῶι, ἀντωνυμίας προσωπικῆς τοῦ β΄ προσ. δυϊκ., ὑμῶν τῶν δύο, σφωίτερον ἔπος, ὁ λόγος ὑμῶν τῶν δύο (τῆς Ἥρας καὶ τῆς Ἀθηνᾶς), Ἰλ. Α. 2 6. 2) τοῦ σφωέ, ἀντωνυμίας προσωπικ. τοῦ γ΄ προσώπου δυϊκοῦ, ἀνήκων εἰς αὐτοὺς τοὺς δύο, εἰς ἀμφοτέρους αὐτούς, Ἀντίμαχ. παρ’ Ἀπολλ. π. Ἀντων. 401· ἴδε Buttm. Λεξιλ. ἐν λ. νῶι κλπ., 6. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ σφέτερος παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1) ἐπὶ τοῦ β΄ πληθυντ. προσώπου, ὑμέτερος, ἰδικός σας, Α. 1286., Δ. 454. 2) ἐπὶ τοῦ β΄ ἑνικ. προσώπου, σός, ἰδικός σου, Γ. 395 (οὕτω Θεόκρ. 26. 67). 3) ἐπὶ τοῦ γ΄ ἑνικ. προσώπου, ἑός, ἰδικός του, της, Λατιν. suus, 2. 465, 544, κλπ. (οὕτω Θεόκρ. 25. 55)· αὐτοῦ ἢ αὐτῆς, Λατ. ejus Β. 643, Γ. 600. 4) ἐπὶ τοῦ γ΄ πληθ. προσώπου, ἰδικός των, Μανέθων 2. 190. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 260.