Στυμφαλίς

Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Stymphale ; Στυμφαλὶς λίμνη HDT lac de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.

English (Slater)

Στυμφᾱλῐς (f. adj.)
   1Stymphalian ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν (O. 6.84)