φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
μορφᾱεις 1 handsome σθένει τ' ἔκπαγλος, ἰδεῖν τε μορφάεις (Ceporinus: μορφάες(ς)' codd.) (I. 7.22)