λατερπής
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (Slater)
λατερπής ?
1 most delightful εὐνο] ια λατερπει φιλ [(εὐνοίαλτ;ι> dubitanter Lobel: εὐνολτ;μγτ;ίαλτ;ι> Lloyd-Jones: cf. comm. in Pap. Soc. It., 1391, πιθα [νῶς τὴν] εὔνοιαν κατὰ σύν [θεσιν] εἴρηκεν λατερπ [έα διὰ] τὸ τοὺς λαοὺς τέρπ [ειν (supp. Bartoletti, Barns, Snell) P. Oxy 2622, fr. 1. 3. ad ?fr. 346b.
English (Slater)
λατερπής ?
1 most delightful εὐνο] ια λατερπει φιλ [(εὐνοίαλτ;ι> dubitanter Lobel: εὐνολτ;μγτ;ίαλτ;ι> Lloyd-Jones: cf. comm. in Pap. Soc. It., 1391, πιθα [νῶς τὴν] εὔνοιαν κατὰ σύν [θεσιν] εἴρηκεν λατερπ [έα διὰ] τὸ τοὺς λαοὺς τέρπ [ειν (supp. Bartoletti, Barns, Snell) P. Oxy 2622, fr. 1. 3. ad ?fr. 346b.