Στυμφάλιος
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
French (Bailly abrégé)
α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
English (Slater)
Στυμφᾱλιος
1 of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)
English (Slater)
Στυμφᾱλιος
1 of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)