περιβάλλω

From LSJ
Revision as of 23:52, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβάλλω Medium diacritics: περιβάλλω Low diacritics: περιβάλλω Capitals: ΠΕΡΙΒΑΛΛΩ
Transliteration A: peribállō Transliteration B: periballō Transliteration C: perivallo Beta Code: periba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ : aor. περιέβᾰλον (v. infr.) :—

   A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei, φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211; περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479; π. χέρας Ar.Th.914, E.Or.1044: freq. c. dat., χέρας π. τινί Id.Ph.1459, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ . . βάλοιμι ib.165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba.619; Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529; κρατὶ π. σκότον E.HF1159; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch.576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85; αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on... Th.7.25:—Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ 5.231; ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις 14.528; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109; φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT1150(lyr.); κόσμον σώμασιν Id.HF334; κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87; freq. of defences, τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280; also ὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8 S.; π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96; τείχεα Id.1.141, cf. 6.46, Th.1.8 ; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14; Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol.1276a27; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in pf. Pass., have a thing put round one, Pl.Smp.216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol.1331a8.    2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E.Ion829 ; π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF304; ὕδασι δουλείαν Id.Ph.189 (lyr.); οἶκτον Id.IA934; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or.1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to... Pall.in Hp.12.283 C.:—Pass., c. acc., to be involved in, μεγίστην ζημίαν τὸ ταμεῖον περιβληθήσεται SIG888.87 (Scaptopara, iii A. D.).    II reversely c. dat. rei, surround, encompass with... περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141; βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60 (tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers.748; π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25; δοραῖσι σῶμα Id.Cyc.330 ; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or.372 :—Med., surround or enclose for one's advantage or defence, τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti.116a; χωρίον X.Cyr.6.3.30; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.    2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or.906, Antipho 3.2.12 ; ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142, cf. Lys.4.20; ὀνείδει D.22.35; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c; τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4 :— Pass., [συμφοραῖς] Phld.Piet.35b.    III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph.1453, HF1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf. περίβολος 11.2 :—Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.    2 fetch a compass round, double, ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462 ; esp. of ships, round a cape, π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44; Σούνιον Th.8.95 : abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.    3 amplify, expand, λόγον Hermog.Id.1.4, cf. 11: abs., ib.3,al.    IV Med., bring into one's power, compass, ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71; πολλὰ [χρήματα] Id.8.8, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6; τὰ λοιπὰ τῶν πραγμάτων περιβαλλόμενος D.18.231 ; πλῆθος λείας Plb.1.29.7, cf. 3.69.7 : pf. Pass., to have come into possession of... πόλιν Hdt.6.24; δυναστείας Isoc.4.184, cf. 2.25.    2 appropriate mentally, comprehend, περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα . . γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt.285b.    3 use circumlocution, κομψῶς κύκλῳ π. Id.Smp.222c, cf. Phdr.272d.    V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass, μνηστῆρας δώροισι Od.15.17 ; π. ἀρετῇ to be superior in... Il.23.276.    VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.