περιέπω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
impf.
A περιεῖπον Hdt.7.181, X.Mem.2.9.5 : fut. περιέψω Id.Cyr.4.4.12, Luc.Tim.12 : aor. περιέσπον Hdt.1.73, al. ; inf. περισπεῖν ib.115 : fut. Med. περιέψομαι Id.2.115 : aor. Pass. περιεφθῆναι Id.5.1 (not in correct Att. Prose) :—treat, handle, whether well or ill, usu. with an Adv. or some modal word to determine the sense: 1 in good sense, π. εὖ τινα treat him well, Hdt.1.73, etc.; κροκόδειλον . . π. ὡς κάλλιστα Id.2.69 ; π. τινὰ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς X.Smp.8.38; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον, οὐχ ὡς δοῦλον Id.Cyr.4.4.12 : without any modal word, treat with respect or honour, Id.Mem.2.9.5, D.H. 8.45, Plu.Num.3, Anon.Incred.17; τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Porph. Marc.17; ἐπήνεις καὶ περιεῖπες αὐτόν Arr.Epict.3.23.14. 2 in bad sense, τρηχἐως κάρτα π. handle very roughly, Hdt.1.114; ἀεικείῃ περισπεῖν τινα ib.115; τρηχέως κάρτα π. ἀεικείη ib.73; π. [κροκοδείλους] ἅτε πολεμίους Id.2.69; π. ὡς ἀνδράποδα Id.7.181; εἰ δὲ μή, ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι (either Act., we will treat you as enemies, or Pass., you shall be treated as . .) Id.2.115, cf. 7.149:—Pass., περιεφθῆναι ὑπό τινων τρηχέως Id.5.1, 81, al.; ὑπὸ τοῦ νοσήματος κακῶς περιέπεσθαι Hp.Prorrh.2.23; οὐ πάνυ τι καλῶς π. X.HG3.1.16. 3 abs., in part., with uigilance, Plb.4.10.5.—The synon. ἀμφιέπω is poet.