καταμιαίνω

Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A defile, ψεύδεσιν -μιάναις γένναν Pi.P.4.100; [τὰ καλά] Pl.Lg.937d; τὸ φῶς Luc.Cat.27:—Pass., wear squalid garments as a sign of grief, Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 1364] beflecken, verunreinigen; μὴ ψευδέσιν καταμιάναις γένναν Pind. P. 4, 100; Plat. Legg. XI, 937 d; Sp., τὸ φῶς μου πάντα τρόπον κατεμίαινε Luc. Catapl. 27. – Bei Her. 6, 58 heißt es, daß beim Tode eines Königs in Sparta ἀνάγκη ἐξ οἰκίης ἑκάστης ἐλευθέρους δύο καταμιαίνεσθαι, ἄνδρα τε καὶ γυναῖκα, entweder zum Zeichen der Trauer dunkle Kleider anlegen, oder sich mit Staub beschmutzen.

Greek (Liddell-Scott)

καταμιαίνω: ἐντελῶς μιαίνω, καταμολύνω, καταρρυπαίνω, (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ μιαίνω.)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς σημεῖον λύπης, θλίψεως, φορῶ «πένθος», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ ἄνθρωπος καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν.

French (Bailly abrégé)

prendre des vêtements sales ou sombres en signe de deuil.
Étymologie: κατά, μιαίνω.

English (Slater)

καταμῐαίνω
   1 befoul “ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιναις εἰπὲ γένναν” (P. 4.100)

English (Slater)

καταμῐαίνω
   1 befoul “ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιναις εἰπὲ γένναν” (P. 4.100)