ἄντρον
English (LSJ)
τό, poet. word,
A cave, Hom. only in Od., as 9.216,al., cf. Hes.Th.483, Pi.P.1.17, etc.; of a lion, A.Eu.193; of a serpent, E. Ph.232. II inner chamber, closet, LXX3 Ki.16.18.
German (Pape)
[Seite 265] τό, die Höhle, Grotte. Bei Auctoren aller Zeiten, von Hom. an, vgl. Od. 9, 216 ff 13, 103 ff 20, 21. 24, 6. Die Abltg von ἀνάτορος, ἀνατετρημένος ist sehr zw.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντρον: τό, Λατ. antrum, ποιητ. λέξις, σπήλαιον, κοιν. «σπηλῃὰ» Ὀδ. (οὐχὶ ἐν Ἰλ.) πρὸ πάντων ὡς οἰκητήριον τῶν νυμφῶν καὶ τῶν ὀρείων θεῶν, ὡς τὸ σπέος Ι. 216, 218, κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Θ. 483, Πινδ., Τραγ., κλ.· ἐπὶ λέοντος, λέοντος ἄντρον αἱματορρόφου Αἰσχύλ. Εὐμ. 193· ἐπὶ δράκοντος, ζάθεά τ’ ἄντρα δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 232.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
grotte, antre, caverne.
Étymologie: DELG orig. peu claire.