ἀμβολά
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀναβολή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολά: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολή· - προοιμίων ἀμβολὰς Πινδ. Π. 1. 4.