γαστρίμαργος

Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

ον,

   A gluttonous (cf. λαίμαργος), Pi.O. 1.52, Arist.EN<*>118b19, Xanth.12, Cerc.16.2, Nic.Dam.p.22 D., etc.: Sup. -ότατα, θηρία Ph.2.22.

German (Pape)

[Seite 476] mit gierigem Magen, gefräßig, ὁ, der Schlemmer, Pind. Ol. 1, 52 Arist. Eth. 3, 11; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρίμαργος: [ῐ], -ον, ἀδηφάγος (πρβλ. λαίμαργος), Πίνδ. Ο. 1. 82, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3· -μαργέω Φίλων 2. 22, Ἐκκλ.· -μαργικός, ή, όν, Ἐπιφάν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
glouton, goulu.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.

English (Slater)

γαστρῐμαργος
   1 gluttonous ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν pr. (O. 1.52)