γαστρίμαργος
English (LSJ)
ον,
A gluttonous (cf. λαίμαργος), Pi.O. 1.52, Arist.EN<*>118b19, Xanth.12, Cerc.16.2, Nic.Dam.p.22 D., etc.: Sup. -ότατα, θηρία Ph.2.22.
German (Pape)
[Seite 476] mit gierigem Magen, gefräßig, ὁ, der Schlemmer, Pind. Ol. 1, 52 Arist. Eth. 3, 11; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαστρίμαργος: [ῐ], -ον, ἀδηφάγος (πρβλ. λαίμαργος), Πίνδ. Ο. 1. 82, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3· -μαργέω Φίλων 2. 22, Ἐκκλ.· -μαργικός, ή, όν, Ἐπιφάν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
glouton, goulu.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.
English (Slater)
γαστρῐμαργος
1 gluttonous ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν pr. (O. 1.52)