περιφύω
English (LSJ)
fut. -φύσω [ῡ]: aor. 1 περιέφῡσα:—
A make to grow round or upon, stick or fix upon, κύτος περὶ τὸ σῶμα Pl.Ti.78d; τοῖς κερασφόροις . . ἡ φύσις ὀστᾶ π. τὸ κέρας Philostr.VA2.13. II Pass., with fut. Med. -φύσομαι [ῡ]: pf. and aor. 2 Act. περιπέφῡκα, περιέφῡν: aor. 2 inf. περιφῦναι, part. περιφύς [ῡ]:—grow round about, περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν Od.9.141; περὶ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arist. PA654b27, cf. GA754a2; π. καὶ ἐμφυόμενα Thphr.CP5.5.4; πέτρα κύκλῳ . . περιπέφυκε there is rock all round, Plu.Cam.25. 2 of persons, cling to, c. dat., περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ Od.19.416 : abs., Τηλέμαχον . . κύσεν περιφύς 16.21 ; κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρα (where the acc. depends on κύσσαι) 24.236, cf. 320; of shoes, περιέφυσαν περσικαί τινι Ar.Nu.151 ; of ivy, κισσὸς καλάμῳ περιφύεται Eub.104 (lyr.); [τῇ ψυχῇ] γεηρὰ . . πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκε Pl.R.612a, cf.Lg. 898e; of a report, φήμη π. τινί Isoc.5.78. 3 sprout, of ears of corn, prob. f.l. (for θερισθῇ) in Thphr.HP8.11.4.