ἑκόντως
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek (Liddell-Scott)
ἑκόντως: ἑκουσίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 522.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente τὰ τῶν ἑκόντως ἀποθνησκόντων χρήματα D.C.58.16.3.