ἀγριοσταφίς
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριοστᾰφίς: -ίδος, ἡ ἀγρία σταφίς, Ὀρνεοσοφ., κτλ· οὕτω παρὰ Γραμμ., ἀγριοστᾰφύλη, -σταφύλινον, -σταφυλίς.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
bot. estafisagria, albarraz o hierba piojera, Delphinium staphisagria L., Archig.Fr.16.29B, Gal.14.500, 542, Eutecnius Th.Par.51.26, Aët.2.233, Alex.Trall.1.587.24, 2.101.28, Gloss.Bot.Gr.382.7, Eumelus en Hippiatr.75.9, como equivalente de ἀγροτέρη σταφίς Sch.Nic.Th.943a.