ἀδιανοητεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A speak unintelligibly, Sch.Ar.Av.1377.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιανοητεύομαι: ἀποθ., ὁμιλῶ ἀδιανοήτως, ἀκατανοήτως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377.
Spanish (DGE)
hablar sin pensar Sch.Ar.Au.1377.
Full diacritics: ἀδιανοητεύομαι | Medium diacritics: ἀδιανοητεύομαι | Low diacritics: αδιανοητεύομαι | Capitals: ΑΔΙΑΝΟΗΤΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: adianoēteúomai | Transliteration B: adianoēteuomai | Transliteration C: adianoiteyomai | Beta Code: a)dianohteu/omai |
A speak unintelligibly, Sch.Ar.Av.1377.
ἀδιανοητεύομαι: ἀποθ., ὁμιλῶ ἀδιανοήτως, ἀκατανοήτως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377.
hablar sin pensar Sch.Ar.Au.1377.