διεκτετραίνω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
A gloss on διεκπαίω, Hsch.; -τετρημένος v.l. for διατετρ-, Heliod. ap. Orib.49.23.15.
Spanish (DGE)
agujerear, horadar de parte a parte en v. pas. πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασιν Orib.49.24.15.