δολοπλανής
English (LSJ)
ές,
A treacherous, Nonn.D.8.126.
German (Pape)
[Seite 655] ές, durch Listen irreführend, täuschend; Nonn. D. 8, 126.
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλᾰνής: -ές, δόλιος, πανοῦργος, ἄπιστος, διὰ δόλου πλανῶν, Νόνν. Δ. 8. 126.
Spanish (DGE)
(δολοπλᾰνής) -ές traicionero θεά de Apate, Nonn.D.8.126.