δυσπράγημα
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
German (Pape)
[Seite 687] τό, unglückliche Unternehmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπράγημα: τό, ἀτύχημα, δυστύχημα, Νικήτ. Εὐγεν. 4, 261.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
desgracia, infortunio Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18, Chry.Hie.Enc.in Thdr.p.60.3, πατριαρχικὸν δ. Eust.Op.273.40.