πλάτυμμα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[πλᾰ], ατος, τό,
A = πλάτυσμα, plate, π. χρυσοῦν, ἀργυροῦν, BGU162.3,7 (ii/iii A.D.); μολυβοῦν PMag.Par.1.329, cf. PMag.Lond. 121.438. II flat cake, AB294, 317.