ἀντίκοψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opposition, ἀνέμων Thphr.Vent.55.
German (Pape)
[Seite 253] ἡ, das Entgegenstoßen, ἀνέμων Theo Phr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίκοψις: -εως, ἡ, (κόπτω) ἐναντία πνοή, ἐπίπνοιαι καὶ ἀντικόψεις [ἀνέμων] Θεοφ. περὶ Ἀνέμ. 55.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ enfrentamiento, choque ἀνέμων Thphr.Vent.9.