choque
From LSJ
Spanish > Greek
ἔνρηξις, ἀντικοπή, ἀντιτύπησις, ἐντιναγμός, ἀνακοπή, ἀντικατάστασις, ἀντίκοψις, ἄραξις, ἀντίκρουσις, ἐκδρομή, ἁρμή, προσβολή
ἔνρηξις, ἀντικοπή, ἀντιτύπησις, ἐντιναγμός, ἀνακοπή, ἀντικατάστασις, ἀντίκοψις, ἄραξις, ἀντίκρουσις, ἐκδρομή, ἁρμή, προσβολή