ἀμολγάζει
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
μεσημβρίζει, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμολγάζει: «μεσημβρίζει» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
μεσημβρίζει Hsch.
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Full diacritics: ἀμολγάζει | Medium diacritics: ἀμολγάζει | Low diacritics: αμολγάζει | Capitals: ΑΜΟΛΓΑΖΕΙ |
Transliteration A: amolgázei | Transliteration B: amolgazei | Transliteration C: amolgazei | Beta Code: a)molga/zei |
μεσημβρίζει, Hsch.
ἀμολγάζει: «μεσημβρίζει» Ἡσύχ.
μεσημβρίζει Hsch.