αἰθροβάτης
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ου, ὁ,
A walking through ether, of Abaris, Porph.VP 29. II rope-dancer, Man.4.278.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθροβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαίνων διὰ μέσου τοῦ αἰθέρος, περὶ τοῦ Ἀβάριδος· Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 1. 28. ΙΙ. σχοινοβάτης, Μανέθ. 4. 278.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que anda por el éter Porph.VP 29, Iambl.VP 136.
2 funámbulo Man.4.278, 6.440.