ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: ἀλιτημοσύνη | Medium diacritics: ἀλιτημοσύνη | Low diacritics: αλιτημοσύνη | Capitals: ΑΛΙΤΗΜΟΣΥΝΗ |
Transliteration A: alitēmosýnē | Transliteration B: alitēmosynē | Transliteration C: alitimosyni | Beta Code: a)lithmosu/nh |
ἡ,
A = ἀλίτημα, Orph.A.1318 (pl.).
ἀλῐτημοσύνη: ἡ, = ἀλίτημα, Ὀρφ. Ἀργ. 1315.
(ἀλῐτημοσύνη) -ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
agravio, ofensa τείσεσθαι ... δίκην ἀλιτημοσυνάων Orph.A.1318.