γλωττισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A lascivious kiss, AP5.131 (Philod., pl.).
Greek (Liddell-Scott)
γλωττισμός: ὁ, φίλημα διὰ τῆς γλώσσης, φίλημα ἀσελγές, Ἀνθ. Π. 5. 132· ἴδε γλωττίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
beso con la lengua, beso lascivo ὢ περιάλλων γλωττισμῶν AP 5.131 (Phld.).