ἀλινδήθρα
English (LSJ)
ἡ,
A place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.
German (Pape)
[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
•fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.