ἀλυταρχία
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ἡ,
A office of ἀλυτάρχης, Cod.Just.1 36.1; cf. ἀλύτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυταρχία: ἡ, ἡ τοῦ ἀλυτάρχου ἀρχή, Κῶδ. Ἰουστιν. 1, 36, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ jefatura de policía en Siria Cod.Iust.1.36.