οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.
adv.pêle-mêle.Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.
(ἄμμῐγᾰ) v. ἀνάμιγα.