πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἀνασκώπτω: σκώπτω, «ἀνεικάσασθε, ἀνασκώψατε, σκῶμμα» Ἡσύχ., Α. Β. 396. 24.
remedar Phot.p.130R., AB 396.