ἀνθεμωτός
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ή, όν,
A adorned with flowers or with flower-patterns, καλυπτήρ IG2.807b107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀνθεμόω) ὁ διὰ σχημάτων ἀνθέων πεποικιλμένος, καλυπτὴρ ἀνθεμωτὸς Ἐπιγρ. ἐν Βοικχίου Ἀττ. Ναυτ. Ἐπιγρ. 407, κἑξ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
adornado de flores καλυπτήρ IG 22.1627b.306 (IV a.C.), ἐπισπαστήρ ID 1439 Abc 1.47 (II a.C.).