ἀντεπισπάω
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
A gloss on ἀνθέλκω, Hsch.:—Med., Ph.1.247; absorb nutriment, Gal.17 (2).312.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπισπάω: ἀνθέλκω Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
1 tirar, empujar en dirección contraria en v. pas. Hero Spir.2.17b, μέχρις ἂν ... ἡ σφοδρὰ τάσις ... τοὺς ἕλκοντας ἀντεπισπωμένη πρηνεῖς καταβάλλῃ Ph.1.247, (διὰ τὸ ἐπίσπαστρον) ἀντεπισπᾶσθαι ... τῶν θυρῶν porque la cortina es corrida a su vez sobre la puerta Cyr.Al.M.68.665A, glos. a ἀνθέλκω Hsch.
2 absorber a su vez en v. pas. (τὰς σάρκας) κἀκ τῶν ἔξω μερῶν εἰς τὸ βάθος (ἀέρα) ἀντεπισπᾶσθαι Gal.17(2).312.