ἀπανδόκευτος
English (LSJ)
ον,
A without an inn to rest at, ὁδός Democr.230.
German (Pape)
[Seite 278] ohne Gastgelage, Democrit. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανδόκευτος: -ον, ἄνευ πανδοκείου πρὸς ἀνάπαυσιν, βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 38.
Spanish (DGE)
-ον carente de posadas ὁδός Democr.B 230.