ἀπάρεστος
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
German (Pape)
[Seite 280] mißfällig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρεστος: -ον, ὁ μὴ εὐαρεστῶν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 97, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 216.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -τός Stob.2.7.11k
desagradable, odioso ἀπάρεστος ἑῷ θάνεν ἀμφὶ σιδήρῳ odioso, murió por su propio hierro Euph.38A.15
•c. dat. de la divinidad ἀπάρεστά εἰσι θεῷ Origenes Cels.1.9 (p.62.21), cf. 4.53 (p.326.12), 5.37 (p.41.2), ὁ φαῦλος ἀπάρεστόν τι ποιεῖ θεοῖς Stob.l.c.