ἀποβρόξαι
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
aor. of Ἀποβρόχω,
A swallow, gulp down part of a thing (cf. ἀναβρόξειε), prob. l. AP7.506 (Leon.); cf. ἀποβρύκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβρόξαι: ἀόρ. τοῦ ἀποβρόχω, καταπίνω, καταβροχθίζω μέρος πράγματός τινος, (ἴδε ἐν λ. ἀναβρόξειε, καταβρόξειε), διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506.
Spanish (DGE)
aor. tragar (με) ἀπέβροξεν δ' ἄχρις ἐπ' ὀμφαλίου AP 7.506 (Leon.).