πράσσω

From LSJ
Revision as of 00:10, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσσω Medium diacritics: πράσσω Low diacritics: πράσσω Capitals: ΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: prássō Transliteration B: prassō Transliteration C: prasso Beta Code: pra/ssw

English (LSJ)

Ep. and Ion. πρήσσω, Att. πράττω (first in IG12.7.11, al., Ar. and X.), Cret. πράδδω Leg.Gort.1.35: fut. πράξω, Ion. πρήξω: aor. ἔπραξα, Ion. ἔπρηξα: pf. πέπραχα, Ion. πέπρηχα, (trans.) Hdt.5.106, X.HG5.2.32, Cyr.3.1.15, Din.3.21, Men.619, IG9(2).517.36 (Larissa, iii B. C.), PHib.1.80.11 (iii B. C.), (intr.) Pl.Com.187 codd., Arist.Rh.Al.1440a36: plpf. ἐπεπράχει (ν) (trans.) X. l.c., (intr.) App. BC5.83: pf. 2 πέπρᾱγα, Ion. πέπρηγα, (intr.) Pi.P.2.73, Hdt.2.172, Ar.Pl.629, Ra.302, X.HG1.4.2, (trans.) Arist.EN1168b35, al., SIG 364.70 (Ephesus, iii B. C.): plpf. ἐπεπράγεσαν (intr.) Th.2.4,7.24:— pf. πέπραγα Att., πέπραχα Hellenistic, acc. to Moer.p.293 P., Phryn. PSp.103 B., but see above:—Med., fut.

   A πράξομαι Antipho Fr.67, X. HG6.2.36 (also in pass. sense, Pi.P.4.243 (prob.), Pl.R.452a): aor. ἐπραξαμην S.OT287, Th.4.65, etc.:—Pass., fut. (v.supr.), also πραχθήσομαι Aeschin.3.98, Arist.Rh.1359a11, etc.; fut. 3 πεπράξομαι S.OC 861, Ar.Av.847, Eup.9.3 D.: aor. ἐπράχθην S.Tr.679, Th.4.54, etc.: pf. πέπραγμαι A.Pr.75, etc. (sts. in med. sense, v. infr. vi). [ᾱ by nature, as is shown by the Ion. form πρήσσω, and by the accent in πρᾶγμα, πρᾶξις, etc.]    I in Ep. only, pass through, pass over, δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Od.9.491; ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Il.14.282, 23.501; ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Od.13.83; ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται h.Merc.203: c. gen., ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.24.264, Od.15.219; ὄφρα πρ. ὁδοῖο ib.47; ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο 3.476: Gramm. note that this sense is found only in pres., An.Ox.1.355, EM688.1.    II experience certain for- tunes, fare well or ill, ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε Hdt.3.26, cf.4.77, Th.7.24; so ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18; κατὰ νόον π. Id.4.97, cf. Ar.Eq.549; πράξασαν ὡς ἔπραξεν A.Ag.1288; εὖ πέπραγεν, ὅτι . . Pi.P.2.73, cf. Hdt.1.24,42, etc.; φλαύρως π. τῷ στόλῳ Id.6.94; π. καλῶς A.Pr.979; χαλεπώτατα π. Th.8.95; ταπεινῶς π. Isoc.5.64; ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει; Pl.Alc.1.116b; π. εὐτυχῶς S.Ant.701; κάλλιστα E.Heracl. 794; μακαρίως, εὐδαιμόνως, Ar.Pl.629, 802: freq. with neut. Pron. or Adj., εὖ π. τι S.OT1006, cf. OC391; μηδὲν εὖ π. X.Mem.1.6.8; χρηστόν τι π. Ar.Pl.341; καλά Th.6.16; χείρω Id.7.71; μεγάλα E.IA 346; πάντ' ἀγαθά Ar.Ra.302, cf. Eq.683 (lyr.); εὐδαίμονα E.El.1359 (anap.); πολλὰ καὶ ἀγαθά X.An.6.4.8; οἷον ἥθελεν S.OC1704 (lyr.); πράξας ἅπερ ηὔχου E.Or.355 (anap.), cf.X.Mem.3.9.14.    III achieve, effect, accomplish, οὔ τι Il.1.562, 11.552, Od.2.191, etc.; οὐδέ τι ἔργον ἐνθάδ' ἔτι πρήξει 19.324, cf. 16.88; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes.Op.402; κλέος ἔπραξεν won it, Pi.I.5(4).8; ἔπραξε δεσμόν achieved bondage, i.e. brought it on himself, Id.P.2.40; τινὰ Νηρεΐδων π. ἄκοιτιν Id.N.5.36; ὕμνον π. grant power of song, ib.9.3; λεόντεσσι π. φόνον do slaughter upon them, ib.3.46; τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν π. Hdt.5.113; π. εἰρήνην, φιλίαν, bring it about, D.3.7, 18.162; π. τι παρά τινος get something from... ὧν δέονται πάντων πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως X.HG1.4.2; ἐλπὶς πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν Isoc.2.20; also, attempt, plot, δήμου κατάλυσιν And.3.6: c. dat. pers., δαίμοσιν π. φίλα A.Pr.660; Αοξίᾳ χάριν E. Ion37, cf. 896 (lyr.), El.1133, etc.; σὺ τοῦτο πράξεις ὥστε . .; A.Eu. 896:—Pass., πέπρακται τοὖργον Id.Pr.75; φεῦ φεῦ πέπρακται E.Hipp. 680; τὰ πεπραγμένα Pi.O.2.15, etc.; ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία D. 1.11; τὰ πεπρ. λῦσαι Id.24.76; τὰ πραχθέντα A.Pr.683, etc.; τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων the facts of what took place, Th.1.22; οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη Pl.Prt.324b.    2 abs., effect an object, be successful, δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Od.3.60; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Il.18.357.    3 of sexual intercourse, ἐπράχθη τὰ μέγιστα Theoc.2.143.    4 to be busy with, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ' mind your own business, S.El.678; πράττων ἔκαστος τὸ αὑτοῦ Pl. Phdr.247a, cf. Plt.307e; τὰ αὑτοῦ π. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Id.R. 433a, cf. 400e, etc. (whereas πολλὰ π. = πολυπραγμονεῖν, Hdt.5.33, E.HF266, Ar.Ra.228, etc.); φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Pl.Grg.526c, cf. Ap.33a, etc.; οὐδ' εὖ . . οἰκοῦνται αἱ πόλεις, ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι (ironical) Id.Alc.1.127b; μὴ τὰ αὑτῶν π. not to act their part, Id.R.452c; π. τὰ δέοντα X.Mem. 3.8.1.    5 manage affairs, do business, act, εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι ib.2.9.4, cf. 2.8.6; πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ τῆς πόλεως, manage state-affairs, take part in government, Pl.Ap.31d, Lys.16.20; τὰ Ἀθηναίων Pl.Smp.216a; οἱ τὰ κοινὰ π. καὶ πολιτευόμενοι Arist.Pol.1324b1: abs., without any addition, ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πράττειν, of able statesmen, X.Mem.1.2.15, cf. 4.2.1,4; πολιτεύεσθαι καὶ π. D.18.45, cf. 59, Pl.Prt.317a.    6 generally, transact, negotiate, manage, οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως Th. 4.114; Θηβαίοις τὰ πράγματα π. manage matters for their interest, D.19.77:—so in Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ . . πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν . . ἐπράσσετο matters were negotiated with him by... Th.4.76: but freq. abs., treat, negotiate, manage, act, οἱ πράσσοντες αὐτῷ ib.110, cf. 5.76; π. πρός τινα Id.2.5, 4.73, etc.; ἐς (v.l. πρὸς) τοὺς βαρβάρους, ἐς τοὺς Εἵλωτας, Id.1.131, 132:—Pass., ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Aeschin.3.64; also π. τι ὑπὲρ τῶν κοινῶν D.26.2; π. ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια Id.59.73; π. περὶ εἰρήνης X.HG6.3.3; π. τῇ δύναιτο ἄριστα Hdt.5.30; π. ὡς ἄριστα καὶ πιστότατα Th.1.129; οἱ πράσσοντες the traitors, Id.4.89, 113:—folld. by dependent clauses, πρᾶσσε καὶ τὰ ἐμὰ καὶ τὰ σὰ ὅπῃ κάλλιστα ἕξει Id.1.129; ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπῃ ὠφελία τις γενήσεται ib.65; π. ὅπως πόλεμος γένηται ib.57; π. ὅπως τιμωρήσονται ib.56, cf. 3.4,70, etc.: c. acc. et inf., μὴ δεῦρο πλεῖν τὴν ναῦν ἔπραττεν D.32.22.    b esp. of secret practices and intrigues, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδ' unless some bribery was being practised, S.OT125; καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις προδοσίας πέρι Th.4.121, cf. 5.83; μετάστασις ἐπράττετο Lys.30.10; τούτοις ἔπρασσον τὴν πόλιν Plb.4.17.12; νῦν δ' αὔτ' Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν have jobbed them (the arms) away to a villain, S.Aj.446.    IV practise, πόνῳ π. θεοδμάτους ἀρετάς Pi. I.6(5).11; δίκαια ἢ ἄδικα Pl.Ap.28b, etc.; ταῦτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν X.Cyr.5.1.1; ἃ καὶ λέγειν ὀκνοῦμεν οἱ πεπραχότες Men.619: then abs., act, π. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν Pi.N.1.26; ὡς πράττοντες as doing, Pl.R.527a; μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, i. e. he took our side, Is.5.14.    2 study, δράματα Suid. s.v. Ἀριστοφάνης; συλλογισμούς Arr.Epict.2.17.27; ἐν τοῖς πραττομένοις in the poems which are now studied, made the subject of commentaries, Sch.Nic. Th.11.    V c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι do something to one, E.Hel.1394, Isoc.12.93; ἀγαθόν τι π. τὴν πόλιν Ar. Ec.108.    VI exact payment from one, αὐτοὺς ἑκατὸν τάλαντα ἔπρηξαν Hdt.3.58; πράσσει με τόκον he makes me pay interest, Batr.185; π. τινὰ χρέος Pi.O.3.7, cf. P.9.104; ὅσοι πράξεις πεπράγασιν SIG364.70 (Ephesus, iii B. C.); τοὐφειλόμενον π. Δίκη A.Ch. 311 (anap.); ἀντίποινα Id.Pers.476: freq. of tax-gatherers or other collectors of public debt, IG12.116.16, al., Pl.Lg.774d; π. τὰς εἰσφοράς D.22.77, etc.; φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων obtained or demanded from... Hdt.1.106: c. acc. pers., press for payment, μὴ π. τοὺς ὀφειλέτας Plb.38.11.10; π. τινά τι ὑπέρ τινος demand from one as the price for a thing, Luc.Vit.Auct.18: metaph., φόνον π. exact punishment or vengeance for a murder: hence, avenge, punish, A.Eu.624; τὰ περὶ τὸν φόνον ἀγριωτέρως π. Pl.Lg.867d:—Pass., ὑπὸ βασιλέως πεπραγμένος φόρους called on to pay up the tribute, Th.8.5; πραχθεὶς ὑπὸτῶνδε Lys.9.21 codd., cf. Pl.Lg.921c:—Med., exact for oneself, πράξασθαί τινα μισθόν Pi.O.10(11).30; ἀργύριον, χρήματα, Hdt.2.126, Th.4.65, cf. Ar.Ra.561, etc.; τὴν διπλασίαν π. τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg.762b, cf. Plb.5.54.11; π. τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν D.20.32; πράσσεσθαι χρέος Antipho Fr.67; φόρους πράσσεσθαι ἀπό, ἐκ τῶν πόλεων, Th.8.5, 37; παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον Lys.17.3, cf. And.2.11: metaph. of exacting punishment, etc., μεγάλ' ἀντ' ὀλίγων ἐπράξαο Call.Lav.Pall.91:—Pass. pf. and plpf. in med. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, D.29.2.    VII c. acc. pers., πράττειν τινά deal with, finish off, euphem., ἔπρασσε δ' ᾇπέρ νιν, ὧδε θάπτει A.Ch.440 (lyr.); πεπραγμένοι is f.l.ib.132.