ἀσαγήνευτος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
German (Pape)
[Seite 368] nicht im Netze zu fangen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰγήνευτος: -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.
Spanish (DGE)
-ον no cogido con red ἄγρα Nil.M.79.952D.