ἀσυμβούλευτος
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
German (Pape)
[Seite 380] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.
Spanish (DGE)
-ον que carece de consejo, ἄνθρωπος Basil.M.30.289A.