αὐτοτραγικός
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
German (Pape)
[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.