ἀφιέρωμα
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
German (Pape)
[Seite 410] τό, das Geweihte, Weihgeschenk, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιέρωμα: τό, τὸ ἀφιερωθέν, ἀνάθημα, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto consagrado, exvoto τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).