ἀφιέρωμα

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

German (Pape)

[Seite 410] τό, das Geweihte, Weihgeschenk, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιέρωμα: τό, τὸ ἀφιερωθέν, ἀνάθημα, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto consagrado, exvoto τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).

Greek Monolingual

το (Μ ἀφιέρωμα) αφιερώ. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα
νεοελλ.
δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης.