ἀφιέρωμα

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

German (Pape)

[Seite 410] τό, das Geweihte, Weihgeschenk, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιέρωμα: τό, τὸ ἀφιερωθέν, ἀνάθημα, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto consagrado, exvoto τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).

Greek Monolingual

το (Μ ἀφιέρωμα) αφιερώ. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα
νεοελλ.
δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης.