Βάκτριος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. Βακτριανός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [fem. -ίη Hdt.4.204]
bactrio
1 adj. χώρη Hdt.l.c., τείχη E.Ba.15, οὖδας Nonn.D.6.213, Γίγας AP 4.3.73 (Agath.).
2 ét. de Bactria Ἀρτάβης A.Pers.317, οἱ Βάκτριοι los bactrios o bactrianos A.Pers.306, 732, Hdt.3.102, 9.113, X.Cyr.1.1.4, 5.1.3, Str.11.8.8, St.Byz.s.u. Βάκτρα y Ἄμαστρις.