ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-οῦ, ὁ• Alolema(s): tb. βρυχός (var. βρυόχος) Hsch.; βρικός Hsch.1 heraldo Hsch. y s.uu. βρυχός, βρυόχος, Hdn.Gr.2.484.2 bárbaro Hsch. y s.u. βρικός.3 v. βροῦχος.