γλαυκώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A of the owl kind, Arist.HA504a26.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ τοῦ εἴδους τῆς γλαυκός, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 12. 7.
Spanish (DGE)
-ες
semejante a la lechuza, de la especie de la lechuza subst. οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arist.HA 504a26.