Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
[Seite 524] ες, waldig, τόπος Sp.
δασώδης: -ες, ὁ κεκαλυμμένος διὰ πυκνῶν θάμνων, Γραμμ.
-ες boscoso τόποι Eutecnius Th.Par.12.9.