διαλεκτέον
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
(διαλέγομαι)
A one must discourse, Isoc.12.134, Pl.Ly. 211c: esp. philosophically, Arist.APo.77b13, Metaph.1012b7.
Greek (Liddell-Scott)
διαλεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλέγομαι, πρέπει τις νὰ διαλεχθῇ, συνομιλήσῃ, Ἰσοκρ. 260C, Πλάτ. Λύσ. 211C· ― ἰδίως διαλεκτικῶς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 3.
Spanish (DGE)
1 hay que hablar, hay que disertar οὐκέτι περὶ ἁπασῶν αὐτῶν Isoc.12.134, περὶ τῆς παρασκευῆς Isoc.5.95, περὶ τῆς πλεονεξίας Lib.Or.11.12, cf. Pl.Ly.211c, περὶ γεωμετρίας Arist.APo.77b13, ἐν ἀγεωμετρήτοις περὶ γεωμετρικῶν οὐ δ. Them.in APo.25.32, ἐξ ὁρισμοῦ Arist.Metaph.1012b7, cf. Top.164b8.
2 tr. hay que pronunciar, hay que decir πρὸς δὲ τὸν οἶνον ἅπερ Eὐριπίδης πρὸς τὴν Ἀφροδίτην δ. Plu.2.312b.