διφροφόρος
English (LSJ)
ον,
A carrying a camp-stool; esp. of the female μέτοικοι, who had to carry seats for the use of the κανηφόροι, Id.Ec. 734, Hermipp.26, Nicoph.16, Strattis 8; also ὁ βασιλέως δ. Dinon 18.
German (Pape)
[Seite 645] Stuhl-, Sänftenträger; Ath. XII, 514 b; Plut. glor. Ath. 6. – Bes. ἡ δ., die der κανηφόρος bei festlichen Aufzügen den Stuhl nachtragen mußte, Ar. Eccl. 734; vgl. Schol. Ar. Av. 1552.
Greek (Liddell-Scott)
διφροφόρος: -ον, φέρων δίφρον, ἕδραν, ἰδίως ἐπὶ τῶν γυναικῶν τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι δίφρους πρὸς χρῆσιν τῶν κανηφόρων (ἴδε τὸ προηγ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 734, Ἕρμιππ. Θεοῖς 2, Νικοφ. Χειρ. 3, Στράττις Ἀταλ. 4· ὡσαύτως, ὁ βασιλέως δ. Ἀθήν. 514Β. ΙΙ. ὁ φέρων ἕτερον ἐπὶ δίφρου, Πλούτ. Ἀντων. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte dans une litière.
Étymologie: δίφρος, φέρω.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
portadora del taburete esp. ref. a las que acompañaban a las canéforos, Ar.Ec.734, Hermipp.25, Stratt.7, Nicopho 7, cf. Plu.2.348e
•tb. ὁ δ. de los reyes persas, Dino 26.