δυσμός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 dud., quizá haz medida equiv. a la vigésima parte de una δέσμη (q.u.) σχοινίων δυσμοί PMil.Vogl.69A.149, 161 (II d.C.) (pero posible graf. por δεσμ-, o quizá l. δυσμαί, cf. PP 121.1968.314).
2 poniente, occidente ἐκ τῶν τεττάρων περάτων, ἀνατολῆς, δυσμοῦ, ἄρκτου, καὶ μεσημβρίας Sch.D.P.576.17L.