ἐγχωρούντως
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχωρούντως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ ἐγχωρέω, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. pres. de ἐγχωρέω en la medida de lo posible τὸ παντελὲς καὶ πρὸς τὸν υἱὸν ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως αὐτοῦ τῇ πίστει ἐ. θεωρήσας Didym.Trin.M.39.700D.